- φοινικοβάλανος
- φοινῑκο-βάλᾰνος [pron. full] [βᾰ], ἡ,A palm-nut, i. e. date, the fruit of the date-palm, Plb.12.2.6, 26.1.8, Dsc.1.109, Gal.6.779, IG22.1013.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοβάλανος — palm nut fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβάλανος — ἡ, ΜΑ ο καρπός τού φοίνικα, ο χουρμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + βάλανος «βαλανίδι»] … Dictionary of Greek
φοινικοβαλάνοις — φοινικοβάλανος palm nut fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβαλάνου — φοινικοβάλανος palm nut fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβαλάνους — φοινικοβάλανος palm nut fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβαλάνων — φοινικοβάλανος palm nut fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβαλάνῳ — φοινικοβάλανος palm nut fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβάλανοι — φοινικοβάλανος palm nut fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοβάλανον — φοινικοβάλανος palm nut fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRAGEMA — Graece τράγημα, nomen comprehendens, iuxta Hierophilum, l. πῶς ὀφείλει διατᾶςθαι ἄνθρωπος εν ἑκάςτῳ μηνὶ, amygdalas, pistacia, nuces minutas, palmulas sive dactylos siccos, et quae ex his conficiuntur, coptas. Apud Myrepsum Α᾿ντίδοτος διὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek